- συκολόγος
- σῡκολόγος , συκολόγοςgathering figsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συκολόγος — Ορεινός οικισμός (371 κάτ., υψόμ. 560 μ.), στην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 500 κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Τέρτσα (122 κάτ., υψόμ. 20 μ.) και η Άνω Βίγλα (7 … Dictionary of Greek
Sykologos — (Greek: Συκολόγος), is a village in the prefecture of Heraklion, in Creta, Greece. It is the last village that can be found in southeast of Heraklion prefecture. Its population was 359 in 2001 . It is 81.5 km far from Heraclion , 16 km from Ano… … Wikipedia
Viannos — Gemeinde Viannos Δήμος Βιάννου … Deutsch Wikipedia
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
κνιπολόγος — κνιπολόγος, ὁ (Α) ονομασία είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («ἄλλος, ὅς καλεῑται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρός, ὅσον ἀκανθυλλίς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ ιπός + λόγος (< λόγος < λέγω με σημ. «συλλέγω», πρβλ. συκολόγος… … Dictionary of Greek
συκολογώ — συκολογῶ, έω, ΝΑ [συκολόγος] συλλέγω, μαζεύω σύκα από τις συκιές αρχ. μιλώ για τα σύκα … Dictionary of Greek
συκολός — ο, Ν βλ. συκολόγος … Dictionary of Greek
συκολόγους — σῡκολόγους , συκολόγος gathering figs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)